Κυριακή 3 Μαΐου 2009



Κέρδισε τον μαραθώνιο και με τη φήμη του νικητή συγκέντρωσε χρήματα για την πεινασμένη Ελλάδα του Εμφυλίου
«Το 1946 ο πατέρας μου ήταν η Ελλάδα»
Ο άθλος του μαραθωνοδρόμου Στέλιου Κυριακίδη στη Βοστώνη

ΤουΓΙΑΝΝΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 2 Μαΐου 2009
«Αν τρέξω με δύο επτάρια θα είμαι διπλά τυχερός», είπε στους διοργανωτές ο Στέλιος Κυριακίδης, ο οποίος επέλεξε να τρέξει με το νούμερο «77», γιατί το επτά ήταν ο τυχερός αριθμός των αρχαίων Ελλήνων. Ο γιος του Δημήτρης Κυριακίδης επισκέπτεται τους μαραθωνίους σε όλο τον κόσμο και προσπαθεί να κρατήσει τη μνήμη του πατέρα του ζωντανή
Λίγο πριν από την εκκίνηση μετρούσες τα κόκαλα στον θώρακά του. Ξερακιανός, εύθραυστος, χλωμός, θα ξεκινούσε μια κούρσα που θα έσωζε μια χώρα ή θα του στοίχιζε τη ζωή. Στους δρόμους της Βοστώνης όμως το 1946 ο Στέλιος Κυριακίδης κατάφερε άθλο μοναδικό. Κέρδισε τον μαραθώνιο και με τη φήμη του νικητή συγκέντρωσε χρήματα για την πεινασμένη Ελλάδα του Εμφυλίου. Κάποτε η ιστορία του διδασκόταν στα γυμνάσια. Σήμερα ο γιος του, Δημήτρης Κυριακίδης, επισκέπτεται τους μαραθωνίους του κόσμου και προσπαθεί να κρατήσει την ανάμνηση του πατέρα του ζωντανή.
Ήταν χρόνια Εμφυλίου. Σκότωνε ο αδερφός τον αδερφό, ο συγγενής τον συγγενή, ο φίλος τον φίλο. Στον δρόμο της Αθήνας ο κόσμος πέθαινε. Μάζευαν τα πτώματα με τα κάρα. Ο πατέρας μου δεν άντεχε. Ήθελε να κάνει κάτι. Το μόνο που ήξερε καλά ήταν να τρέχει. Είχε δυνατά πόδια και μεγάλη καρδιά. Έτσι αποφάσισε να αγωνιστεί στη Βοστώνη, στον μαραθώνιο. Για να νικήσει και να βοηθήσει την πατρίδα του.
Ο πατέρας μου, Στέλιος Κυριακίδης, ανήκε στην ελληνική ντριμ τιμ του στίβου. Στη φουρνιά που από το 1933 μέχρι το 1940 σάρωνε στους αγώνες. Στα χρόνια της Κατοχής οι προπονήσεις όμως είχαν σταματήσει. Ο βαλκανιονίκης Γρηγόρης Λαμπράκης, άλτης του μήκους και συναθλητής του πατέρα μου, είχε οργανώσει μια ομάδα που λεγόταν Σύνδεσμος Ελλήνων Αθλητών. Με πρόφαση τον αθλητισμό όλα τα μέλη συγκεντρώνονταν κρυφά και κατέστρωναν σχέδια επαναστατικά.
Έκρυβε συμμάχους
Ένα απόγευμα του ΄43 οι γονείς μου βγήκαν για περίπατο στο Χαλάνδρι. Την προηγούμενη μέρα η τοπική Αντίσταση είχε σκοτώσει έναν Γερμανό. Οι δυνάμεις κατοχής συνέλαβαν 50 άνθρωποι που βρίσκονταν στον δρόμο, για να τους εκτελέσουν. Ανάμεσά τους και τον πατέρα μου. Όταν οι Γερμανοί ζήτησαν από τους Έλληνες τις ταυτότητές τους, ο πατέρας μου έδειξε την ολυμπιακή διαπίστευσή του από το ΄36. Ο αξιωματικός υπηρεσίας έτυχε να είναι μαραθωνοδρόμος. Ελευθέρωσε τον πατέρα μου και τον έδιωξε. Οι άλλοι 49 δεν γλίτωσαν.
Μια άλλη φορά, όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στο σπίτι μας, βρήκαν ένα άλμπουμ με φωτογραφίες από τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Βερολίνου. Στην πρώτη σελίδα ήταν ο Χίτλερ.
“Χάιλ Χίτλερ!” είπαν και εξαφανίστηκαν. Έτσι εδόθη εντολή να μην πηγαίνει κανείς στο σπίτι του Κυριακίδη. Από τότε ο πατέρας μου έκρυβε στο υπόγειό μας τους συμμάχους που έπεφταν με τα αλεξίπτωτα και έφευγαν αργότερα στην Αίγυπτο.
Στα χρόνια της Κατοχής όμως ο πόνος του πατέρα μου για την πληγωμένη πατρίδα του μεγάλωνε. Έπρεπε να προσφέρει. Μοναδική οδός η νίκη στη Βοστώνη. “Είσαι τρελός”, του είπε η μητέρα μου όταν της αποκάλυψε το σχέδιό του. “Έτσι κοκαλιάρης όπως είσαι θα πεθάνεις!”. Ο πατέρας μου δεν το έβαζε κάτω. Πούλησε το ραδιόφωνο, την κουζίνα, τα έπιπλα στη μαύρη αγορά για να φύγει στην Αμερική.
“Μην ανησυχείς”, είπε στη μητέρα μου. “Θα κερδίσω και θα σου αγοράσω άλλα”.
Φώναξε «For Greece!» στον τερματισμό
Στην Αμερική τον παραλαμβάνουν οι Έλληνες της Βοστώνης. Τον ταΐζουν με τα καλύτερα μπον φιλέ για να παχύνει. Να νιώσει άνθρωπος. Την ημέρα του αγώνα τον εξετάζει ένας γιατρός στην εκκίνηση του μαραθωνίου. “Δεν θα τρέξεις”, του λέει. “Θα πεθάνεις στον δρόμο. Δεν έχεις δυνάμεις”. Ο πατέρας μου πεισμώνει. Υπογράφει μια υπεύθυνη δήλωση και μπαίνει στον αγώνα.
Επιλέγει να τρέξει με το νούμερο “77” γιατί το επτά ήταν ο τυχερός αριθμός των αρχαίων Ελλήνων. “Αν τρέξω με δύο επτάρια, θα είμαι διπλά τυχερός”, λέει στους διοργανωτές. Ξεκίνησε τον αγώνα φοβισμένος.
Χωρίς σπατάλες. Χιλιόμετρο χιλιόμετρο ανέβαινε. Πλησιάζει τον φημισμένο δρομέα Τζόνι Κέλι στα τελευταία ανηφόρια της διαδρομής. Τον περνάει και κερδίζει με 2 ώρες και 29 λεπτά. Στον τερματισμό φώναξε “For Greece!” (“Για την Ελλάδα!”). Στο χέρι του κρατούσε σφιχτά ένα χαρτί.
“Ή ταν ή επί τας”, έγραφε απ΄ τη μια. “Νενικήκαμεν!” διάβαζες στην άλλη. Οι ομάδες στίβου της Αμερικής του προσέφεραν χρήματα για να γίνει επαγγελματίας. Το Χόλιγουντ θέλησε να τον κάνει ηθοποιό. Ο πατέρας μου αρνήθηκε. Ήθελε να συγκεντρώσει βοήθεια για την Ελλάδα.
Ξεκίνησε μια καμπάνια στις κοινότητες των ομογενών. Μάζεψε 250.000 δολάρια και έστειλε στην Ελλάδα βοήθεια που ονομάστηκε “Πακέτο Κυριακίδη”.
Στην Αθήνα τον υποδέχτηκαν ένα εκατομμύριο άνθρωποι. Το 1946 ο Κυριακίδης ήταν η Ελλάδα. Η πρώτη χαρμόσυνη είδηση. Εκείνο το βράδυ φωταγωγήθηκε η Ακρόπολη. Πρώτη φορά μετά το ΄40.
Μετά την απόσυρσή του από τους στίβους ο πατέρας μου αφιέρωσε τη ζωή του στους συνανθρώπους του. Μάζευε παιδιά των φαναριών, τους αγόραζε ρούχα, παπούτσια, φαγητό και τα έγραφε σε σχολεία. Χτυπούσε πόρτες σπιτιών για να πείσει γονείς να στείλουν τα παιδιά τους στο γυμναστήριο. Βοηθούσε όποιον είχε ανάγκη.
Πριν από τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας η Οργανωτική Επιτροπή έψαχνε πρότυπα για τον εθελοντισμό. Τους είπα την ιστορία του πατέρα μου. Αδιαφόρησαν. Θεώρησαν ότι ακριβοπληρωμένοι τραγουδιστές και ποδοσφαιριστές ήταν καλύτερα μοντέλα για τους νέους.
Κάποτε, η περιπέτεια του πατέρα μου διδασκόταν στα γυμνάσια της χώρας. Σήμερα έχει ξεχαστεί. Δεν είναι απλά κομμάτι της ζωής μου. Είναι μέρος της ιστορίας μας.